τήκεται

τήκεται
τήκω
melt
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Si· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 14, ατομικό βάρος 28,06, τρία φυσικά σταθερά ισότοπα και δύο τεχνητά και ραδιενεργά. Πολύ διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • βηρύλλιο ή γλουκίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Be. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, με ατομικό αριθμό 4, ατομικό βάρος 9,02 και 6 ισότοπα. Στη φύση βρίσκεται σε μικρές ποσότητες σε πολλά ορυκτά. Αν και είναι πολύ …   Dictionary of Greek

  • πορσελάνη — Σκληρότατο προϊόν της κεραμικής (η π. δεν χαράσσεται από χαλύβδινη αιχμή), αδιαπέραστο από το νερό, λευκό, ικανό ν’ αντισταθεί σε όλα τα χημικά αντιδραστήρια, εκτός από τα καυστικά αλκάλια και το υδροφθορικό οξύ. Η π. διακρίνεται σε σκληρή και σε …   Dictionary of Greek

  • таю — I таю I, таять, укр. таяти, др. русск. таяти, таю, сербск. цслав. таетъ τήκεται, болг. тая, сербохорв. та̏jати, та̏jē, словен. tajati, tа̑jе, чеш. tati, taji, польск. tajac, taję, в. луж. tac, н. луж. tajas. Сюда же чеш. taviti растоплять,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • αερότηκτος — η, ο αυτός που τήκεται, λειώνει στον αέρα απορροφώντας την ατμοσφαιρική υγρασία (π. χ. το αλάτι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + τηκτός < τήκω η λ. πλάστηκε από τον Αν. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • δύστηκτος — η, ο (Α δύστηκτος, ον) αυτός που δύσκολα τήκεται, που δύσκολα λειώνει …   Dictionary of Greek

  • ελαϊδίνη — Οργανική ένωση, ισομερής προς την ελαΐνη. Παρασκευάζεται με επίδραση στην ελαΐνη νιτρώδους οξέος, τήκεται στους 36°C και, αν σαπωνοποιηθεί από αλκάλια, δίνει ελαϊδινικό οξύ και γλυκερίνη. * * * η χημική ένωση ισομερής με την ελαΐνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”